- οβολός
- Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ως μέσο ανταλλαγής και τα οποία, κατά την παράδοση, απέσυρε από την κυκλοφορία ο βασιλιάς του ΄Αργους Φείδων, και τα αφιέρωσε στον ναό της Ήρας στο Άργος. Αργότερα κόπηκαν αργυρά κέρματα των 5, 3, 2’/2 και 1 o., καθώς και των κλασμάτων τους. Οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν έναν ο. ανάμεσα στα χείλη των νεκρών, όταν τους κηδεύανε, για να πληρώσουν το πορθμείο τους στον Χάρωνα.
* * *ο (Α ὀβολός και ὀβελ[λ]ός και ὀδελός)προδρομική μορφή τού νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την ονομασία και τη σχέση του με τη δραχμή κατά τους κλασικούς χρόνους και μέχρι το τέλος τής αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το 1/6 τής αττικής δραχμήςνεοελλ.1. χάλκινο κέρμα που είχε αξία πέντε λεπτών, πεντάλεπτο, πεντάρα2. μτφ. ελάχιστο χρηματικό ποσό, ασήμαντη συνεισφορά («δεν αξίζει ούτε οβολό»)3. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που έζησαν κατά το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά4. φρ. α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε ευχαρίστησηβ) «οβολός τής χήρας» — συνδρομή ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την καρδιάαρχ.1. κερκυραϊκό νόμισμα2. μονάδα βάρους τής αρχαίας Αθήνας3. φρ. α) «πολὺ τοῡ ὀβολοῡ» ή «μικρὸν τοῡ ὀβολοῡ» — ασήμαντο ή πολύτιμο πράγμαβ) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῑν θεωρεῑν» — το να παρακολουθεί κανείς παράσταση έργου από θέση για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οβελός].
Dictionary of Greek. 2013.